- οριζοντίως
- (bulmacada) soldan sağa
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γερανογέφυρα — Μηχανή για την ανύψωση φορτίων και τη μεταφορά τους από ένα σημείο σε οποιοδήποτε άλλο μέσα σε περιορισμένο χώρο. Αποτελείται από μια μεταλλική κατασκευή (γέφυρα), της οποίας τα άκρα στηρίζονται σε φορείο και κυλούν πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών… … Dictionary of Greek
δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… … Dictionary of Greek
ημιέκταση — η (γυμναστ.) η έκταση τού ενός χεριού οριζοντίως, προς τα πλάγια … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κλάρες — οι (Α κλάρες, αἱ) τα κιγκλιδώματα που βρίσκονται οριζοντίως στο ίδιο επίπεδο με το πεζοδρόμιο και χρησιμεύουν για αερισμό και φωτισμό υπογείων, αλλ. σχάρες ή σκάρες … Dictionary of Greek
οριζοντιώνω — 1. τοποθετώ οριζοντίως 2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα 3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
σταυρόλεξο — Είδος πνευματικής άσκησης των νεώτερων χρόνων. Τα πρώτα σ., επινόηση ενός Άγγλου, διαδόθηκαν πολύ στις ΗΠΑ και από κει στον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ ένα σχήμα συνήθως τετράγωνο αλλά συχνά και άλλου γεωμετρικού σχήματος, περιέχονται λευκά και μαύρα… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
χιλιοστομετρικός — ή, ό, Ν [χιλιοστόμετρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιλιοστόμετρο ή ο βαθμονομημένος σε χιλιοστόμετρα («χιλιοστομετρική κλίμακα») 2. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος κύματος είναι… … Dictionary of Greek